- παραΰστερα
- επίρρ. χρον., λίγο πιο ύστερα, αργότερα: Παραΰστερα να κατεβείς στην αγορά για ψώνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραΰστερος — η, ο τελευταίος από όλους, έσχατος. επίρρ... παραΰστερα αργότερα, υστερότερα, πιο έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ύστερος] … Dictionary of Greek